ἀμφέρω

ἀμφέρω
ἀμφέρω
1 bring up med., offer, yield

ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.38


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμφέρω — ἀμφέρω (Α) ποιητικός τύπος αντί αναφέρω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναφέρω, με αποκοπή και αφομοίωση] …   Dictionary of Greek

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”